Οι AC/DC(Έι Σι Ντι Σι) είναι ένα rock γκρουπ (οι ίδιοι πάντα κατηγοριοποιούσαν την μουσική τους ως Rock n Roll) που δημιουργήθηκαν στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας το 1973 από τους Σκωτσέζικης καταγωγής αδερφούς Angus και Malcolm Young. Θεωρούνται από τους πρωτοπόρους της hard rock μουσικής μαζί με τους Black Sabbath, Deep Purple, Led Zeppelin, Thin Lizzy και άλλους.
Από το πρώτο τους άλμπουμ το High Voltage το 1975, η πορεία τους στον χώρο της hard rock μουσικής είναι ανοδική με αποκορύφωμα το άλμπουμ Back in Black το 1980. Έκτοτε είχαν αρκετά «σκαμπανεβάσματα». Επανήλθαν στα top το 1990 με το άλμπουμ The Razors Edge.
Σημείο αναφοράς πάντως όλα αυτά τα χρόνια είναι οι συναυλίες τους. Από τον Angus Young που τρέχει ασταμάτητα στην σκηνή ως την τεράστια φουσκωτή "Rossie", και από τα κανόνια του "For Those About To Rock" ως την καμπάνα του "Hells Bells" οι AC/DC έχουν να επιδείξουν στους φίλους της rock μουσικής ένα απίστευτο θέαμα. Οι AC/DC μετά από απουσία 5 χρόνων (η τελευταία τους συναυλία ήταν στις 21 Οκτωβρίου 2003 στο Λονδίνο) ξεκίνησαν περιοδεία σε όλο τον κόσμο για την προώθηση του νέου τους άλμπουμ που είχε τίτλο "Black Ice",και η οποία άρχισε στις 23 Οκτωβρίου του 2008 από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ευρωπαϊκή περιοδεία ξεκίνησε στις 18 Φεβρουαρίου στο Όσλο και τελείωσε στις 30 Ιουνίου στην Γλασκόβη .Μετά επέστρεψαν στις Η.Π.Α για άλλες 15 συναυλίες ενώ το 2010 τους βρίσκει να επιστρέφουν στην Αυστραλία όπου έδωσαν και εκεί 11 συναυλίες. Μάλιστα έχουν κάνει ρεκόρ πώλησης εισιτηρίων με 500.000 να εξαφανίζονται μέσα σε 15 λεπτά!
Τα εισιτήρια στις περισσότερες πόλεις της περιοδείας τους ήταν sold out.
Οι AC/DC στις 28 Μαΐου 2009 βρέθηκαν για πρώτη και μοναδική φορά στην Ελλάδα. Η συναυλία τους έγινε στο Ολυμπιακό Στάδιο - "Σπύρος Λούης" του Αμαρουσίου. Τα εισιτήρια είχαν βγει στην κυκλοφορία στις 3 Φεβρουαρίου.
Παρόλο που διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις κατά καιρούς έδιναν άλλες ερμηνείες στην ονομασία τους όπως "Anti-Christ/Devil's Child" και τους θεωρούσαν σατανιστές, το συγκρότημα πάντα τις διέψευδε.
Ο Malcolm Young ανέφερε πως έμαθαν από έναν οδηγό ταξί μια διαφορετική ερμηνεία του ονόματός τους, όταν εκείνος αναρωτήθηκε αν τα μέλη του γκρουπ είναι ομοφυλόφιλοι, εξηγώντας πως AC/DC σημαίνει επίσης αμφισεξουαλικότητα σε κάποιες χώρες. Στην αρχή σκέφτηκαν να αλλάξουν το όνομά τους, αλλά στη συνέχεια αποφάσισαν πως θα ήταν καλύτερο να το αφήσουν ως είχε και να διαπιστώσουν αν ο κόσμος θα τους μάθαινε μέσω της μουσικής τους.
Φίλοι της μουσικής οι Alex και George ήταν η αιτία που οι μικρότεροι Malcolm και Angus επηρεάστηκαν και θέλησαν να ακολουθήσουν τα βήματα τους.
Ο Alex ήταν μπασίστας στο γκρουπ Grapefruit ενώ ο George έπαιζε ρυθμική κιθάρα στους Easybeats. Ο δεύτερος μάλιστα ήταν η αφορμή να ασχοληθούν με το Rock n Roll όταν το συγκρότημα του, την άνοιξη του 1967,έφτασε την 1η θέση του Αυστραλιανού Top και 16η του Αμερικάνικου με το τραγούδι Friday On My Mind.
Τον Νοέμβριο του 1973 ο 20χρονος Malcolm πρότεινε στον 18χρονο αδερφό του Angus να τον ακολουθήσει ως βασικός κιθαρίστας το γκρουπ που έφτιαχνε και που αποτελούνταν από τους Dave Evans στα φωνητικά, Colin Burgess στα ντραμς και Larry Van Kriedt στο μπάσο.
Τον επόμενο μήνα παίξανε σε κοινό στην περιοχή Chequers του Σίδνεϊ και μάλιστα την παραμονή πρωτοχρονιάς. Έπαιξαν κομμάτια του Chuck Berry (από τον οποίο επηρεάστηκαν περισσότερο), των Beatles, Rolling Stones, Free και δυο δικά τους. Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση των AC/DC.
Το πρώτο τους βήμα στην δισκογραφία έγινε με την βοήθεια του αδερφού τους George Young και του φίλου του Harry Vanda που μετά την διάλυση των Easybeats έστησαν την δισκογραφική εταιρία Albert Productions και αποφασίσανε να ηχογραφήσουν τους AC/DC.
Το πρώτο single είναι γεγονός και περιέχει τα κομμάτια Can I Sit Next To You και Rockin’ In The Parlour.
Ηχογραφήθηκε τον Φεβρουάριο του 1974 αλλά κυκλοφόρησε στις 22 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς ενώ μερικές μέρες αργότερα κυκλοφόρησε και το video clip του Can I Sit Next To You. Η καθυστέρηση οφείλεται στο γεγονός ότι αλλάξανε πολλοί μπασίστες και ντράμερ όλο αυτό το διάστημα.
Η μεγάλη αλλαγή έγινε όμως στην θέση του τραγουδιστή ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του single. Οι αδερφοί Young απέλυσαν τον Dave Evans λόγω του γεγονότος ότι χρησιμοποιούσε makeup, φορούσε πολύχρωμα κασκόλ και ψηλοτάκουνες μπότες και γενικά το στυλ του είχε επιρροές από glam rock και όχι rock n roll.
Ο Σκωτσέζικης καταγωγής Bon Scott βρέθηκε στην Αυστραλία μετανάστης με την οικογένεια του το 1952. Έχοντας εμπειρία από τα γκρουπ The Spectors, The Valentines και τους Fraternity δεν δυσκολεύτηκε να πείσει για της φωνητικές του ικανότητες τους αδερφούς Young. Και ήταν ότι ακριβώς έψαχναν. Είχε ουρλιαχτό, μελωδία, συναίσθημα και αυτό που εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν η παρουσία του στην σκηνή.
Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1974 ο 26χρονος Bon Scott γίνεται επίσημα ο νέος τραγουδιστής των AC/DC και εμφανίζεται πρώτη φορά μερικές μέρες αργότερα στο Brighton-Le-Sands Masonic Hall του Σίδνεϊ.
Αποφάσισαν όμως πριν βγει στην κυκλοφορία το άλμπουμ να έχουν έναν μόνιμο ντράμερ. Έτσι προσελήφθη ο Αυστραλός Phil Rudd με θητεία στους Buster Brown.
Στις 17 Φεβρουαρίου του 1975 κυκλοφορεί σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία το πρώτο άλμπουμ των AC/DC, το High Voltage. Στις 3 Μαρτίου κυκλοφόρησαν single που περιείχε τα Love Song και Baby Please Don’t Go, το οποίο παρόλο που είναι διασκευή του Big Joe Williams έφτασε στο Top-10 των Αυστραλιανών charts, ενώ τον ίδιο μήνα προσέλαβαν τον μπασίστα Mark Evans. Τον Ιούνιο το High Voltage έχει γίνει χρυσό στην Αυστραλία.
Ένα μήνα αργότερα οι AC/DC μπαίνουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους πάλι με παραγωγούς τους George Young και Harry Vanda. To Τ.Ν.Τ. κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του 1975 και παράλληλα οι AC/DC υπογράφουν συμβόλαιο με την Atlantic Records, ενώ μέχρι τα τέλη του χρόνου το High Voltage έχει γίνει τρεις φορές χρυσό και οι AC/DC χαρακτηρίζονται ως το κορυφαίο γκρουπ της Αυστραλίας.
Η επιτυχία συνεχίζεται αμείωτα κι έτσι ο Ιανουάριος του 1976 βρίσκει τους AC/DC και πάλι στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το επόμενο τους άλμπουμ. Τον Φεβρουάριο το Τ.Ν.Τ. είναι Νο.2 στα charts της Αυστραλίας και τον Μάρτιο έχει γίνει τρεις φορές χρυσό.
Τον Απρίλιο το συγκρότημα πηγαίνει στο Λονδίνο για μερικές εμφανίσεις, αλλά τελικά παραμένουν λόγω της τεράστιας επιτυχίας τους. Έτσι μια νέα έκδοση του High Voltage κυκλοφορεί και στην Αγγλία, όπου περιέχει κομμάτια και από το T.N.T. τον Μάιο του 1975.
Το καλοκαίρι βρίσκει το συγκρότημα σε συναυλίες στην Ευρώπη και τον Σεπτέμβριο κυκλοφορεί το τρίτο τους άλμπουμ από την Albert μόνο στην Αυστραλία. Ο τίτλος του είναι Dirty Deeds Done Dirt Cheap, ενώ η Ευρωπαϊκή έκδοση του High Voltage κυκλοφορεί πια και στις Η.Π.Α.
Τον Νοέμβριο το Dirty Deeds Done Dirt Cheap κυκλοφορεί και στην Μεγάλη Βρετανία, αλλά απορρίπτεται από τις Η.Π.Α. Εκεί θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 1981.
Τον Ιανουάριο του 1977 οι AC/DC ηχογραφούν για τελευταία φορά με την Albert μέχρι το 2001 (κυκλοφόρησαν στην Αυστραλία άλλη μια έκδοση του Stiff Upper Lip, που περιείχε και μερικά live κομμάτια της περιοδείας). Στις 21 Μαρτίου στην Αυστραλία και στις 23 Ιουνίου στις Η.Π.Α. κυκλοφορεί το Let There Be Rock.
Τον Μάρτιο του 1977 μετά από διαμάχες με τον Angus Young απολύεται ο μπασίστας Mark Evans και την θέση του παίρνει ο Άγγλος Cliff Williams, ο οποίος είχε ιδρύσει τους Home και είχε παίξει και με τους Bandit. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς το συγκρότημα παίζει για πρώτη φορά στην Νέα Υόρκη.
Με παραγωγούς τους George Young και Harry Vanda τον Φεβρουάριο του 1978 ηχογραφούν το Powerage, το οποίο βγαίνει στην κυκλοφορία τον ερχόμενο Μάιο. Στις 30 Απριλίου, όμως, έγιναν και οι ηχογραφήσεις για το πρώτο live άλμπουμ τους, το If You Want Blood (You Got It), στο Apollo Theatre της Γλασκόβης το οποίο κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Οι AC/DC όλο αυτό το διάστημα έχουν παίξει με τους Black Sabbath, REO Speedwagon, Kiss, Styx, Aerosmith, Blue Oyster Cult, Cheap Trick, Alice Cooper, Foreigner, Van Halen, Ted Nugent, UFO, Thin Lizzy κ.α. ενώ όλα δείχνουν πως η κατάκτηση της κορυφής δεν είναι μακριά...
Οι 4 πρώτοι μήνες του 1979 βρίσκουν τους AC/DC να δουλεύουν πάνω στο έκτο στούντιο άλμπουμ τους. Ο τίτλος στην αρχή δεν άρεσε στην δισκογραφική εταιρία, αλλά οι αδερφοί Young αποφάσισαν πως η ονομασία του δίσκου δεν θα άλλαζε. Έτσι, στα τέλη του Ιουλίου, το Highway To Hell(Λεωφόρος προς την κόλαση) κυκλοφορεί σε ολόκληρο τον κόσμο και ήδη στις αρχές του Αυγούστου είναι μέσα στα Top-20 σε Μεγάλη Βρετανία και Η.Π.Α., ενώ οι πωλήσεις του άλμπουμ μέχρι τον Οκτώβριο του 1979 μόνο στις Η.Π.Α έχουν φτάσει στα 500.000 αντίτυπα.
Ο τίτλος του άλμπουμ, το εξώφυλλο του και τα «κέρατα» του Angus στις συναυλίες έδωσαν το έναυσμα σε διάφορους να πιστεύουν πως οι AC/DC είναι σατανιστές. Το συγκρότημα παρέπεμψε τους επικριτές τους στους στίχους του ομώνυμου κομματιού λέγοντας πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα δίσκο αφιέρωμα στις συνεχόμενες συναυλίες και στον σκληρό δρόμο της επιτυχίας μέχρι την κατάκτηση της κορυφής.
Έτσι, το πρωινό της Τρίτης της 19ης Φεβρουαρίου 1980, η είδηση του θανάτου του Bon Scott έπεσε σαν κεραυνός στο συγκρότημα. Ο Angus ήταν ο πρώτος που το έμαθε και ενημέρωσε και τα υπόλοιπα μέλη.
Ο Bon το προηγούμενο βράδυ είχε βγει με έναν φίλο του να πιει μερικά ποτά στο κέντρο του Λονδίνου. Κάτι, που ήταν απολύτως φυσιολογικό για έναν rocker που βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του. Άλλωστε ο Bon πάντα έπινε κάτι παραπάνω, αλλά χωρίς ποτέ να ξεφεύγει. Ο φίλος του στην αρχή τον οδήγησε στο σπίτι, αλλά επειδή ο Bon δεν σηκωνόταν, εκείνος πήγε σπίτι του και άφησε τον Bon να κοιμηθεί στο αυτοκίνητο.
Το πρωί που σηκώθηκε είδε τον Bon να πνίγεται από εισρόφηση, λόγω της στάσης που είχε το κεφάλι του. Λίγο πριν φτάσει στο νοσοκομείο Kings o Bon Scott ξεψύχησε. Ήταν μόλις 33 χρονών.
Σκεφτόταν να συνεχίσουν, αλλά δεν είχαν το κουράγιο. Όμως, οι γονείς του Bon ήταν αυτοί, που τους ενθάρρυναν, ώστε το συγκρότημα να μην διαλυθεί. Άλλωστε και ο ίδιος ο Bon δεν θα το ήθελε να συμβεί με αυτό τον τρόπο.
Έτσι, με την ευλογία των γονιών του Bon, ξεκίνησαν την αναζήτηση του επόμενου τραγουδιστή τους. Ο παραγωγός τους Mutt Lange είχε αναφέρει το όνομα του Brian Johnson από τους Geordie. Επίσης ένας fan του συγκροτήματος από το Κλίβελαντ είχε στείλει γράμμα στους AC/DC και τους πρότεινε να ακούσουν τον Johnson γράφοντας τους πως είναι ο κατάλληλος. Έτσι αποφασίσανε να τον δοκιμάσουν.
Στην ακρόαση ο Johnson ζήτησε να τραγουδήσει το Nutbush City Limits της Tina Turner και οι αδερφοί Young το δικό τους Whole Lotta Rosie. Στις 8 Απριλίου 1980, συμπληρώθηκαν 50 μέρες από τον θάνατο του Bon Scott και οι AC/DC ανακοινώνουν τον Brian Johnson ως νέο τους τραγουδιστή.
Μια απόφαση, που εξέπληξε, όμως, τους φίλους των AC/DC, ήταν να ηχογραφήσουν το επόμενό τους άλμπουμ στις Μπαχάμες. Έτσι στα μέσα Απριλίου το συγκρότημα μετακόμισε στην πόλη Nassau και στα Compass Point Studios ξεκίνησαν να δουλεύουν για το έβδομο άλμπουμ τους.
Το ίδιο το συγκρότημα δικαιολόγησε αυτή την απόφαση με το ότι ήθελαν να είναι όλοι μαζί και να δουλεύουν όλοι μαζί, να μην επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες και να μπορεί και ο ίδιος ο Johnson να προσαρμοστεί πιο γρήγορα. Και γι’ αυτό, όταν τελείωσαν οι ηχογραφήσεις, πριν κυκλοφορήσουν το άλμπουμ έκαναν μια συναυλία ντεμπούτο για τον Brian στο Βέλγιο.
Στα μέσα Ιουλίου του 1980 το συγκρότημα ξεκινάει περιοδεία σε Η.Π.Α. και Καναδά για την προώθηση του νέου τους άλμπουμ, το οποίο θα έχει κυκλοφορήσει σε ολόκληρο τον κόσμο μέχρι τα μέσα Αυγούστου.
Ο τίτλος του είναι Back In Black.
Το μαύρο εξώφυλλο του είναι σημάδι πένθους για τον αδικοχαμένο Bon Scott, ενώ το τραγούδι "Have A Drink On Me" είναι αφιερωμένο στον μέχρι πρόσφατα τραγουδιστή του συγκροτήματος.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 1980 το Back In Black είχε πουλήσει 10 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι μάλιστα το Νο.2 άλμπουμ όλων των εποχών σε πωλήσεις με περισσότερα από 42 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ είναι το Νο.1 σε πωλήσεις από συγκρότημα.
Σύμφωνα με το επίσημο site των AC/DC, το Black Ice στην πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του πούλησε πάνω από 780.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο και είναι Νο1 σε πωλήσεις σε 29 χώρες. Επίσης σύμφωνα με το Billboard το Black Ice είναι Νο1 στο Top200, No1 στα πιο περιεκτικά άλμπουμ και Νο1 σε Top Rock, Top Pop και Top Internet άλμπουμ για την εβδομάδα μέχρι 8 Νοεμβρίου 2008.
Την εβδομάδα 3 έως 9 Νοεμβρίου 2008 το Black Ice ήταν Νο1 σε πωλήσεις στην Ελλάδα και μάλιστα έγινε χρυσό.
Στα πλαίσια της παρουσίασης του "Live at River Plate DVD" που έγινε στις 6 Μαίου στο Hammersmith Apollo του Λονδίνου στην Αγγλία ο Angus ανέφερε πως υπάρχουν σκέψεις να κυκλοφορήσουν οι AC/DC νέο άλμπουμ στα επόμενα 2 χρόνια.
Από το πρώτο τους άλμπουμ το High Voltage το 1975, η πορεία τους στον χώρο της hard rock μουσικής είναι ανοδική με αποκορύφωμα το άλμπουμ Back in Black το 1980. Έκτοτε είχαν αρκετά «σκαμπανεβάσματα». Επανήλθαν στα top το 1990 με το άλμπουμ The Razors Edge.
Σημείο αναφοράς πάντως όλα αυτά τα χρόνια είναι οι συναυλίες τους. Από τον Angus Young που τρέχει ασταμάτητα στην σκηνή ως την τεράστια φουσκωτή "Rossie", και από τα κανόνια του "For Those About To Rock" ως την καμπάνα του "Hells Bells" οι AC/DC έχουν να επιδείξουν στους φίλους της rock μουσικής ένα απίστευτο θέαμα. Οι AC/DC μετά από απουσία 5 χρόνων (η τελευταία τους συναυλία ήταν στις 21 Οκτωβρίου 2003 στο Λονδίνο) ξεκίνησαν περιοδεία σε όλο τον κόσμο για την προώθηση του νέου τους άλμπουμ που είχε τίτλο "Black Ice",και η οποία άρχισε στις 23 Οκτωβρίου του 2008 από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ευρωπαϊκή περιοδεία ξεκίνησε στις 18 Φεβρουαρίου στο Όσλο και τελείωσε στις 30 Ιουνίου στην Γλασκόβη .Μετά επέστρεψαν στις Η.Π.Α για άλλες 15 συναυλίες ενώ το 2010 τους βρίσκει να επιστρέφουν στην Αυστραλία όπου έδωσαν και εκεί 11 συναυλίες. Μάλιστα έχουν κάνει ρεκόρ πώλησης εισιτηρίων με 500.000 να εξαφανίζονται μέσα σε 15 λεπτά!
Τα εισιτήρια στις περισσότερες πόλεις της περιοδείας τους ήταν sold out.
Οι AC/DC στις 28 Μαΐου 2009 βρέθηκαν για πρώτη και μοναδική φορά στην Ελλάδα. Η συναυλία τους έγινε στο Ολυμπιακό Στάδιο - "Σπύρος Λούης" του Αμαρουσίου. Τα εισιτήρια είχαν βγει στην κυκλοφορία στις 3 Φεβρουαρίου.
Όνομα
Το όνομα τους σημαίνει εναλλασσόμενο ρεύμα και συνεχές ρεύμα (Alternating Current/Direct Current). Το εμπνεύστηκε η αδερφή τους Margaret από την ετικέτα της ραπτομηχανής της.
Παρόλο που διάφορες θρησκευτικές οργανώσεις κατά καιρούς έδιναν άλλες ερμηνείες στην ονομασία τους όπως "Anti-Christ/Devil's Child" και τους θεωρούσαν σατανιστές, το συγκρότημα πάντα τις διέψευδε.
Ο Malcolm Young ανέφερε πως έμαθαν από έναν οδηγό ταξί μια διαφορετική ερμηνεία του ονόματός τους, όταν εκείνος αναρωτήθηκε αν τα μέλη του γκρουπ είναι ομοφυλόφιλοι, εξηγώντας πως AC/DC σημαίνει επίσης αμφισεξουαλικότητα σε κάποιες χώρες. Στην αρχή σκέφτηκαν να αλλάξουν το όνομά τους, αλλά στη συνέχεια αποφάσισαν πως θα ήταν καλύτερο να το αφήσουν ως είχε και να διαπιστώσουν αν ο κόσμος θα τους μάθαινε μέσω της μουσικής τους.
Ιστορία
Το 1963 οι William και Margaret Young αποφασίσανε να μεταναστεύσουν από την Γλασκόβη της Σκωτίας στην Αυστραλία παίρνοντας μαζί τους τα 4 από τα 5 παιδιά τους. Τους George, Margaret, Malcolm και Angus (πίσω έμεινε μόνο ο μεγάλος τους γιος Alex).Φίλοι της μουσικής οι Alex και George ήταν η αιτία που οι μικρότεροι Malcolm και Angus επηρεάστηκαν και θέλησαν να ακολουθήσουν τα βήματα τους.
Ο Alex ήταν μπασίστας στο γκρουπ Grapefruit ενώ ο George έπαιζε ρυθμική κιθάρα στους Easybeats. Ο δεύτερος μάλιστα ήταν η αφορμή να ασχοληθούν με το Rock n Roll όταν το συγκρότημα του, την άνοιξη του 1967,έφτασε την 1η θέση του Αυστραλιανού Top και 16η του Αμερικάνικου με το τραγούδι Friday On My Mind.
Το ξεκίνημα
Τα αδέρφια Malcolm και Angus Young μετά την επιτυχία του αδερφού τους αποφασίσανε να παρατήσουν το σχολείο και να ασχοληθούν με την μουσική. Ο Malcolm ξεκίνησε να παίζει με τους The Velvet Underground (καμία σχέση με τους γνωστούς Velvet Underground), ενώ ο Angus στους Kentuckee.Τον Νοέμβριο του 1973 ο 20χρονος Malcolm πρότεινε στον 18χρονο αδερφό του Angus να τον ακολουθήσει ως βασικός κιθαρίστας το γκρουπ που έφτιαχνε και που αποτελούνταν από τους Dave Evans στα φωνητικά, Colin Burgess στα ντραμς και Larry Van Kriedt στο μπάσο.
Τον επόμενο μήνα παίξανε σε κοινό στην περιοχή Chequers του Σίδνεϊ και μάλιστα την παραμονή πρωτοχρονιάς. Έπαιξαν κομμάτια του Chuck Berry (από τον οποίο επηρεάστηκαν περισσότερο), των Beatles, Rolling Stones, Free και δυο δικά τους. Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση των AC/DC.
Το πρώτο τους βήμα στην δισκογραφία έγινε με την βοήθεια του αδερφού τους George Young και του φίλου του Harry Vanda που μετά την διάλυση των Easybeats έστησαν την δισκογραφική εταιρία Albert Productions και αποφασίσανε να ηχογραφήσουν τους AC/DC.
Το πρώτο single είναι γεγονός και περιέχει τα κομμάτια Can I Sit Next To You και Rockin’ In The Parlour.
Ηχογραφήθηκε τον Φεβρουάριο του 1974 αλλά κυκλοφόρησε στις 22 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς ενώ μερικές μέρες αργότερα κυκλοφόρησε και το video clip του Can I Sit Next To You. Η καθυστέρηση οφείλεται στο γεγονός ότι αλλάξανε πολλοί μπασίστες και ντράμερ όλο αυτό το διάστημα.
Η μεγάλη αλλαγή έγινε όμως στην θέση του τραγουδιστή ένα μήνα μετά την κυκλοφορία του single. Οι αδερφοί Young απέλυσαν τον Dave Evans λόγω του γεγονότος ότι χρησιμοποιούσε makeup, φορούσε πολύχρωμα κασκόλ και ψηλοτάκουνες μπότες και γενικά το στυλ του είχε επιρροές από glam rock και όχι rock n roll.
Bon Scott
H αναζήτηση νέου τραγουδιστή δεν κράτησε καιρό. Πριν ακόμη φύγει ο Evans οι αδερφοί Young είχαν δοκιμάσει τον μέχρι πρότινος οδηγό τους, τον Ronald Belford Scott.Ο Σκωτσέζικης καταγωγής Bon Scott βρέθηκε στην Αυστραλία μετανάστης με την οικογένεια του το 1952. Έχοντας εμπειρία από τα γκρουπ The Spectors, The Valentines και τους Fraternity δεν δυσκολεύτηκε να πείσει για της φωνητικές του ικανότητες τους αδερφούς Young. Και ήταν ότι ακριβώς έψαχναν. Είχε ουρλιαχτό, μελωδία, συναίσθημα και αυτό που εντυπωσίαζε περισσότερο ήταν η παρουσία του στην σκηνή.
Έτσι, τον Σεπτέμβριο του 1974 ο 26χρονος Bon Scott γίνεται επίσημα ο νέος τραγουδιστής των AC/DC και εμφανίζεται πρώτη φορά μερικές μέρες αργότερα στο Brighton-Le-Sands Masonic Hall του Σίδνεϊ.
Πρώτα άλμπουμ, πρώτες επιτυχίες
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς οι AC/DC δουλεύουν στο πρώτο τους άλμπουμ. Στις ηχογραφήσεις βοήθησε ο George Young παίζοντας μπάσο, ενώ στα κομμάτια έπαιξαν επίσης 3 διαφορετικοί ντράμερ!Οι ηχογραφήσεις κράτησαν μόλις 10 μέρες.Αποφάσισαν όμως πριν βγει στην κυκλοφορία το άλμπουμ να έχουν έναν μόνιμο ντράμερ. Έτσι προσελήφθη ο Αυστραλός Phil Rudd με θητεία στους Buster Brown.
Στις 17 Φεβρουαρίου του 1975 κυκλοφορεί σε Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία το πρώτο άλμπουμ των AC/DC, το High Voltage. Στις 3 Μαρτίου κυκλοφόρησαν single που περιείχε τα Love Song και Baby Please Don’t Go, το οποίο παρόλο που είναι διασκευή του Big Joe Williams έφτασε στο Top-10 των Αυστραλιανών charts, ενώ τον ίδιο μήνα προσέλαβαν τον μπασίστα Mark Evans. Τον Ιούνιο το High Voltage έχει γίνει χρυσό στην Αυστραλία.
Ένα μήνα αργότερα οι AC/DC μπαίνουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του δεύτερου άλμπουμ τους πάλι με παραγωγούς τους George Young και Harry Vanda. To Τ.Ν.Τ. κυκλοφορεί τον Δεκέμβριο του 1975 και παράλληλα οι AC/DC υπογράφουν συμβόλαιο με την Atlantic Records, ενώ μέχρι τα τέλη του χρόνου το High Voltage έχει γίνει τρεις φορές χρυσό και οι AC/DC χαρακτηρίζονται ως το κορυφαίο γκρουπ της Αυστραλίας.
Η επιτυχία συνεχίζεται αμείωτα κι έτσι ο Ιανουάριος του 1976 βρίσκει τους AC/DC και πάλι στο στούντιο για να ηχογραφήσουν το επόμενο τους άλμπουμ. Τον Φεβρουάριο το Τ.Ν.Τ. είναι Νο.2 στα charts της Αυστραλίας και τον Μάρτιο έχει γίνει τρεις φορές χρυσό.
Τον Απρίλιο το συγκρότημα πηγαίνει στο Λονδίνο για μερικές εμφανίσεις, αλλά τελικά παραμένουν λόγω της τεράστιας επιτυχίας τους. Έτσι μια νέα έκδοση του High Voltage κυκλοφορεί και στην Αγγλία, όπου περιέχει κομμάτια και από το T.N.T. τον Μάιο του 1975.
Το καλοκαίρι βρίσκει το συγκρότημα σε συναυλίες στην Ευρώπη και τον Σεπτέμβριο κυκλοφορεί το τρίτο τους άλμπουμ από την Albert μόνο στην Αυστραλία. Ο τίτλος του είναι Dirty Deeds Done Dirt Cheap, ενώ η Ευρωπαϊκή έκδοση του High Voltage κυκλοφορεί πια και στις Η.Π.Α.
Τον Νοέμβριο το Dirty Deeds Done Dirt Cheap κυκλοφορεί και στην Μεγάλη Βρετανία, αλλά απορρίπτεται από τις Η.Π.Α. Εκεί θα κυκλοφορήσει τον Μάρτιο του 1981.
Τον Ιανουάριο του 1977 οι AC/DC ηχογραφούν για τελευταία φορά με την Albert μέχρι το 2001 (κυκλοφόρησαν στην Αυστραλία άλλη μια έκδοση του Stiff Upper Lip, που περιείχε και μερικά live κομμάτια της περιοδείας). Στις 21 Μαρτίου στην Αυστραλία και στις 23 Ιουνίου στις Η.Π.Α. κυκλοφορεί το Let There Be Rock.
Τον Μάρτιο του 1977 μετά από διαμάχες με τον Angus Young απολύεται ο μπασίστας Mark Evans και την θέση του παίρνει ο Άγγλος Cliff Williams, ο οποίος είχε ιδρύσει τους Home και είχε παίξει και με τους Bandit. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς το συγκρότημα παίζει για πρώτη φορά στην Νέα Υόρκη.
Με παραγωγούς τους George Young και Harry Vanda τον Φεβρουάριο του 1978 ηχογραφούν το Powerage, το οποίο βγαίνει στην κυκλοφορία τον ερχόμενο Μάιο. Στις 30 Απριλίου, όμως, έγιναν και οι ηχογραφήσεις για το πρώτο live άλμπουμ τους, το If You Want Blood (You Got It), στο Apollo Theatre της Γλασκόβης το οποίο κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Οι AC/DC όλο αυτό το διάστημα έχουν παίξει με τους Black Sabbath, REO Speedwagon, Kiss, Styx, Aerosmith, Blue Oyster Cult, Cheap Trick, Alice Cooper, Foreigner, Van Halen, Ted Nugent, UFO, Thin Lizzy κ.α. ενώ όλα δείχνουν πως η κατάκτηση της κορυφής δεν είναι μακριά...
Οι 4 πρώτοι μήνες του 1979 βρίσκουν τους AC/DC να δουλεύουν πάνω στο έκτο στούντιο άλμπουμ τους. Ο τίτλος στην αρχή δεν άρεσε στην δισκογραφική εταιρία, αλλά οι αδερφοί Young αποφάσισαν πως η ονομασία του δίσκου δεν θα άλλαζε. Έτσι, στα τέλη του Ιουλίου, το Highway To Hell(Λεωφόρος προς την κόλαση) κυκλοφορεί σε ολόκληρο τον κόσμο και ήδη στις αρχές του Αυγούστου είναι μέσα στα Top-20 σε Μεγάλη Βρετανία και Η.Π.Α., ενώ οι πωλήσεις του άλμπουμ μέχρι τον Οκτώβριο του 1979 μόνο στις Η.Π.Α έχουν φτάσει στα 500.000 αντίτυπα.
Ο τίτλος του άλμπουμ, το εξώφυλλο του και τα «κέρατα» του Angus στις συναυλίες έδωσαν το έναυσμα σε διάφορους να πιστεύουν πως οι AC/DC είναι σατανιστές. Το συγκρότημα παρέπεμψε τους επικριτές τους στους στίχους του ομώνυμου κομματιού λέγοντας πως δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα δίσκο αφιέρωμα στις συνεχόμενες συναυλίες και στον σκληρό δρόμο της επιτυχίας μέχρι την κατάκτηση της κορυφής.
Ο θάνατος του «αδερφού»
Το συγκρότημα AC/DC ήταν πάντα υπόθεση οικογενειακή. Όμως, το κοινό στοιχείο της μετανάστευσης από την Σκωτία στην Αυστραλία για τους αδερφούς Young και του Bon Scott ήταν κάτι που τους είχε δέσει ως αδέρφια.Έτσι, το πρωινό της Τρίτης της 19ης Φεβρουαρίου 1980, η είδηση του θανάτου του Bon Scott έπεσε σαν κεραυνός στο συγκρότημα. Ο Angus ήταν ο πρώτος που το έμαθε και ενημέρωσε και τα υπόλοιπα μέλη.
Ο Bon το προηγούμενο βράδυ είχε βγει με έναν φίλο του να πιει μερικά ποτά στο κέντρο του Λονδίνου. Κάτι, που ήταν απολύτως φυσιολογικό για έναν rocker που βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του. Άλλωστε ο Bon πάντα έπινε κάτι παραπάνω, αλλά χωρίς ποτέ να ξεφεύγει. Ο φίλος του στην αρχή τον οδήγησε στο σπίτι, αλλά επειδή ο Bon δεν σηκωνόταν, εκείνος πήγε σπίτι του και άφησε τον Bon να κοιμηθεί στο αυτοκίνητο.
Το πρωί που σηκώθηκε είδε τον Bon να πνίγεται από εισρόφηση, λόγω της στάσης που είχε το κεφάλι του. Λίγο πριν φτάσει στο νοσοκομείο Kings o Bon Scott ξεψύχησε. Ήταν μόλις 33 χρονών.
Η κατάκτηση της κορυφής
Πριν τον θάνατο του Bon Scott οι αδερφοί Young δούλευαν στο επόμενο άλμπουμ τους. Το μόνο, που έλειπε ήταν τα φωνητικά. Μετά το τραγικό συμβάν σταμάτησαν τα πάντα και φρόντισαν να βρίσκονται κοντά στην οικογένεια του Bon.Σκεφτόταν να συνεχίσουν, αλλά δεν είχαν το κουράγιο. Όμως, οι γονείς του Bon ήταν αυτοί, που τους ενθάρρυναν, ώστε το συγκρότημα να μην διαλυθεί. Άλλωστε και ο ίδιος ο Bon δεν θα το ήθελε να συμβεί με αυτό τον τρόπο.
Έτσι, με την ευλογία των γονιών του Bon, ξεκίνησαν την αναζήτηση του επόμενου τραγουδιστή τους. Ο παραγωγός τους Mutt Lange είχε αναφέρει το όνομα του Brian Johnson από τους Geordie. Επίσης ένας fan του συγκροτήματος από το Κλίβελαντ είχε στείλει γράμμα στους AC/DC και τους πρότεινε να ακούσουν τον Johnson γράφοντας τους πως είναι ο κατάλληλος. Έτσι αποφασίσανε να τον δοκιμάσουν.
Στην ακρόαση ο Johnson ζήτησε να τραγουδήσει το Nutbush City Limits της Tina Turner και οι αδερφοί Young το δικό τους Whole Lotta Rosie. Στις 8 Απριλίου 1980, συμπληρώθηκαν 50 μέρες από τον θάνατο του Bon Scott και οι AC/DC ανακοινώνουν τον Brian Johnson ως νέο τους τραγουδιστή.
Μια απόφαση, που εξέπληξε, όμως, τους φίλους των AC/DC, ήταν να ηχογραφήσουν το επόμενό τους άλμπουμ στις Μπαχάμες. Έτσι στα μέσα Απριλίου το συγκρότημα μετακόμισε στην πόλη Nassau και στα Compass Point Studios ξεκίνησαν να δουλεύουν για το έβδομο άλμπουμ τους.
Το ίδιο το συγκρότημα δικαιολόγησε αυτή την απόφαση με το ότι ήθελαν να είναι όλοι μαζί και να δουλεύουν όλοι μαζί, να μην επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες και να μπορεί και ο ίδιος ο Johnson να προσαρμοστεί πιο γρήγορα. Και γι’ αυτό, όταν τελείωσαν οι ηχογραφήσεις, πριν κυκλοφορήσουν το άλμπουμ έκαναν μια συναυλία ντεμπούτο για τον Brian στο Βέλγιο.
Στα μέσα Ιουλίου του 1980 το συγκρότημα ξεκινάει περιοδεία σε Η.Π.Α. και Καναδά για την προώθηση του νέου τους άλμπουμ, το οποίο θα έχει κυκλοφορήσει σε ολόκληρο τον κόσμο μέχρι τα μέσα Αυγούστου.
Ο τίτλος του είναι Back In Black.
Το μαύρο εξώφυλλο του είναι σημάδι πένθους για τον αδικοχαμένο Bon Scott, ενώ το τραγούδι "Have A Drink On Me" είναι αφιερωμένο στον μέχρι πρόσφατα τραγουδιστή του συγκροτήματος.
Μέχρι τον Νοέμβριο του 1980 το Back In Black είχε πουλήσει 10 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι μάλιστα το Νο.2 άλμπουμ όλων των εποχών σε πωλήσεις με περισσότερα από 42 εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ είναι το Νο.1 σε πωλήσεις από συγκρότημα.
Black Ice
Στις 20 Οκτωβρίου 2008 κυκλοφόρησε επίσημα το 15ο στούντιο άλμπουμ των AC/DC με τίτλο Black Ice. Πρώτο single του άλμπουμ είναι το Rock 'n Roll Train που κυκλοφόρησε στις 28 Αυγούστου 2008. Το συγκρότημα μάλιστα έκανε διαγωνισμό για 150 φίλους του γκρουπ που θα συμμετείχαν στο video clip.Σύμφωνα με το επίσημο site των AC/DC, το Black Ice στην πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του πούλησε πάνω από 780.000 αντίτυπα σε όλο τον κόσμο και είναι Νο1 σε πωλήσεις σε 29 χώρες. Επίσης σύμφωνα με το Billboard το Black Ice είναι Νο1 στο Top200, No1 στα πιο περιεκτικά άλμπουμ και Νο1 σε Top Rock, Top Pop και Top Internet άλμπουμ για την εβδομάδα μέχρι 8 Νοεμβρίου 2008.
Την εβδομάδα 3 έως 9 Νοεμβρίου 2008 το Black Ice ήταν Νο1 σε πωλήσεις στην Ελλάδα και μάλιστα έγινε χρυσό.
Νέα άλμπουμ
Οι AC/DC ξανάγιναν μόδα.Έτσι τους ζητήθηκε να γίνουν το βασικό γκρουπ για το σάουντρακ της ταινίας Iron Man 2.Στις 19 Απριλίου 2010 κυκλοφόρησε το άλμπουμ Iron Man 2 το οποίο περιείχε 15 τραγούδια του συγκροτήματος από παλαιότερες δουλειές ενώ βασικό κομμάτι της ταινίας ήταν το "Shoot to Thrill" από το Back In Black.Στα πλαίσια της παρουσίασης του "Live at River Plate DVD" που έγινε στις 6 Μαίου στο Hammersmith Apollo του Λονδίνου στην Αγγλία ο Angus ανέφερε πως υπάρχουν σκέψεις να κυκλοφορήσουν οι AC/DC νέο άλμπουμ στα επόμενα 2 χρόνια.
Τα μέλη
- Angus Young - σόλο κιθάρα
- Malcolm Young - ρυθμική κιθάρα
- Brian Johnson - τραγούδι
- Phill Rudd - ντραμς
- Cliff Williams - μπάσο
Δισκογραφία
- High Voltage (1975), μόνο στην Αυστραλία.
- Τ.Ν.Τ. (1975), μόνο στην Αυστραλία.
- High Voltage (1976), συνδυασμός των 2 πρώτων άλμπουμ για παγκόσμια κυκλοφορία.
- Dirth Deeds Done Dirt Cheap (1976), μόνο στην Αυστραλία.
- Dirth Deeds Done Dirt Cheap (1976), διαφορετική έκδοση για παγκόσμια κυκλοφορία.
- Let There Be Rock (1977) μόνο στην Αυστραλία.
- Let There Be Rock (1977), διαφορετική έκδοση για παγκόσμια κυκλοφορία
- Powerage (1978)
- If You Want Blood (You Got It) (1978)
- Highway To Hell (1979)
- Back In Black (1980)
- For Those About To Rock (1981)
- Flick Of The Switch (1983)
- '74 Jaibreak (1984)
- Fly On The Wall (1985)
- Who Made Who (1986)
- Blow Up Your Video (1988)
- The Razors Edge (1990)
- Live (1992), υπάρχει και συλλεκτική έκδοση σε διπλό CD με περισσότερα κομμάτια.
- Ballbreaker (1995)
- Bonfire (1997), συλλογή αφιέρωμα στον Bon Scott που περιέχει τα Volts, Live From Atlantic Studios και Let There Be Rock: The Movie.
- Stiff Upper Lip (2000)
- Stiff Upper Lip:Tour Edition (2001), μόνο σε Αυστραλία.
- Black Ice (2008)
- Iron Man 2 (2010) (soundtrack της ταινίας Iron Man 2, με τραγούδια των AC/DC από παλαιότερους δίσκους)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου